- ανηφόρα
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 33 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγράφων.
* * *η1. ανωφέρεια, ανηφορικός δρομος2. μτφ. οι δυσκολίες, τα εμπόδια της ζωής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεβασιά — η ανάβαση, ανηφόρα: Σε λίγο άρχιζε μια απότομη ανεβασιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανηφοριά — ανηφοριά, η και ανηφόρα, η ανήφορος: Η ανηφοριά ήταν πολύ απότομη, γι αυτό κι είχαν όλοι λαχανιάσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)